- σύμψαυσις
- σύμψαυσις, εως, ἡ,A contact, Arist.PA660b24.2 touching of two notes together, Ptol.Harm.1.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σύμψαυσις — αύσεως, ἡ, Α [συμψαύω] 1. αμοιβαία επαφή 2. (ειδικά) μουσ. το άγγιγμα δύο μουσικών φθόγγων συγχρόνως … Dictionary of Greek
σύμψαυσιν — σύμψαυσις contact fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμψαύσεως — συμψαύσεω̆ς , σύμψαυσις contact fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)